Είναι κάτι ώρες, που νιώθεις κάτι να σε πλακώνει. Να νιώθεις χάλια και να μην θέλεις να μιλήσεις γι αυτό σε κάποιον που δεν θα σε καταλάβει. Δεν θες παρηγοριά. Θες απλά να πεις μια κουβέντα και να καταλάβει ο άλλος 100.
Έτσι και χτες. Μετά απο ένα απεγκλωβισμό σε ένα τροχαίο που πήγα χτες βράδυ με την Ομάδα Εθελοντών Δασοπυροσβεστών - Διασωστών Εκάλης, κανεις απο τα παιδιά της ομάδας δεν μιλούσε. Όλοι το σκεφτόμασταν, και εκει που καθόμασταν λέγαμε:
"ποπο ρε μαλακα..."
"αυτά είναι.."
"Γάματα..."
"Όταν το είδα..."
"Λες να ζήσει η μία κοπέλα?"
"Ποτέ δεν θα πάρω smart"
Σιγά σιγά λυθήκαμε. Μιλήσαμε. Το "συζητήσαμε". Έφυγε ένα βάρος απο πάνω μου.
Βλέπαμε τα φώτα της αθήνας απο ψηλά, απο το πυροφυλάκειο. Απο μακριά βλέπαμε τους καπνούς στον Ασπρόπυργο. Και ο ηλιος σιγά σιγά βγήκε. Ξημέρωσε. Ώρα για λίγο πεταχτό ύπνο. Ένα χτύπημα στην πλάτη, ένα βλέμμα και καταλαβαίνεις οτι είμαστε όλοι εκεί, όλοι στα ίδια.
Ακόμα πιο δεμένοι.